Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμετατροπία
ἀμεταφόρητος
ἀμετάφραστος
ἀμεταχείριστος
ἀμέτοιστος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρί
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
View word page
ἀμέτρητος
unmeasured, immeasurable, immense

ShortDef

unmeasured, immeasurable, immense

Debugging

Headword:
ἀμέτρητος
Headword (normalized):
ἀμέτρητος
Headword (normalized/stripped):
αμετρητος
IDX:
4548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4549
Key:

Data

{'content': 'unmeasured, immeasurable, immense'}