Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
καταγνωστέον
καταγνωστέος
καταγνωστικός
καταγογγύζω
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγόραξις
καταγορασμός
καταγόρευσις
καταγορευτικός
καταγορεύω
καταγραπτέον
κατάγραπτος
καταγραφεύς
View word page
καταγοητεύω
to enchant, bewitch: to cheat
ShortDef
to enchant, bewitch: to cheat
Debugging
Headword:
καταγοητεύω
Headword (normalized):
καταγοητεύω
Headword (normalized/stripped):
καταγοητευω
IDX:
45484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45485
Key:
Data
{'content': 'to enchant, bewitch: to cheat'}