Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
καταγνωστέον
καταγνωστέος
καταγνωστικός
καταγογγύζω
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγόραξις
καταγορασμός
καταγόρευσις
View word page
κατάγνωσις
a thinking ill of, a low

ShortDef

a thinking ill of, a low

Debugging

Headword:
κατάγνωσις
Headword (normalized):
κατάγνωσις
Headword (normalized/stripped):
καταγνωσις
IDX:
45479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45480
Key:

Data

{'content': 'a thinking ill of, a low'}