Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
καταγνωστέον
καταγνωστέος
καταγνωστικός
καταγογγύζω
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγόραξις
View word page
κατάγνυμι
to break in pieces, shatter, shiver, crack
ShortDef
to break in pieces, shatter, shiver, crack
Debugging
Headword:
κατάγνυμι
Headword (normalized):
κατάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταγνυμι
IDX:
45477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45478
Key:
Data
{'content': 'to break in pieces, shatter, shiver, crack'}