Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
καταγνωστέον
καταγνωστέος
καταγνωστικός
καταγογγύζω
καταγοητεύω
View word page
κάταγμα2
fragment; fracture

ShortDef

wool drawn
fragment; fracture

Debugging

Headword:
κάταγμα2
Headword (normalized):
κάταγμα
Headword (normalized/stripped):
καταγμα2
IDX:
45474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45475
Key:

Data

{'content': 'fragment; fracture'}