Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
καταγνωστέον
καταγνωστέος
καταγνωστικός
καταγογγύζω
View word page
κάταγμα
wool drawn

ShortDef

wool drawn
fragment; fracture

Debugging

Headword:
κάταγμα
Headword (normalized):
κάταγμα
Headword (normalized/stripped):
καταγμα
IDX:
45473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45474
Key:

Data

{'content': 'wool drawn'}