Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
καταγνωστέον
καταγνωστέος
καταγνωστικός
View word page
κατάγλωττος
glib, fluent
ShortDef
glib, fluent
Debugging
Headword:
κατάγλωττος
Headword (normalized):
κατάγλωττος
Headword (normalized/stripped):
καταγλωττος
IDX:
45472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45473
Key:
Data
{'content': 'glib, fluent'}