Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
καταγνωστέον
καταγνωστέος
View word page
καταγλώττισμα
lascivious kiss

ShortDef

lascivious kiss

Debugging

Headword:
καταγλώττισμα
Headword (normalized):
καταγλώττισμα
Headword (normalized/stripped):
καταγλωττισμα
IDX:
45471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45472
Key:

Data

{'content': 'lascivious kiss'}