Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
καταγνυπόομαι
κατάγνωσις
View word page
καταγλύφω
scoop out, groove

ShortDef

scoop out, groove

Debugging

Headword:
καταγλύφω
Headword (normalized):
καταγλύφω
Headword (normalized/stripped):
καταγλυφω
IDX:
45469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45470
Key:

Data

{'content': 'scoop out, groove'}