Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
κατάγνυμι
View word page
καταγλυφή
incision, groove
ShortDef
incision, groove
Debugging
Headword:
καταγλυφή
Headword (normalized):
καταγλυφή
Headword (normalized/stripped):
καταγλυφη
IDX:
45467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45468
Key:
Data
{'content': 'incision, groove'}