Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
καταγνάμπτω
καταγνάφω
View word page
κατάγλυμμα
sculptured ornament

ShortDef

sculptured ornament

Debugging

Headword:
κατάγλυμμα
Headword (normalized):
κατάγλυμμα
Headword (normalized/stripped):
καταγλυμμα
IDX:
45466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45467
Key:

Data

{'content': 'sculptured ornament'}