Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
καταγνάμπτω
View word page
καταγλυκαίνω
sweeten

ShortDef

sweeten

Debugging

Headword:
καταγλυκαίνω
Headword (normalized):
καταγλυκαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταγλυκαινω
IDX:
45465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45466
Key:

Data

{'content': 'sweeten'}