Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
κάταγμα2
View word page
κατάγλισχρος
viscous

ShortDef

viscous

Debugging

Headword:
κατάγλισχρος
Headword (normalized):
κατάγλισχρος
Headword (normalized/stripped):
καταγλισχρος
IDX:
45464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45465
Key:

Data

{'content': 'viscous'}