Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
κάταγμα
View word page
καταγλισχραίνω
to make completely sticky

ShortDef

to make completely sticky

Debugging

Headword:
καταγλισχραίνω
Headword (normalized):
καταγλισχραίνω
Headword (normalized/stripped):
καταγλισχραινω
IDX:
45463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45464
Key:

Data

{'content': 'to make completely sticky'}