Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
καταγλωττίζω
καταγλώττισμα
κατάγλωττος
View word page
καταγλαΐζω
glorify

ShortDef

glorify

Debugging

Headword:
καταγλαΐζω
Headword (normalized):
καταγλαΐζω
Headword (normalized/stripped):
καταγλαιζω
IDX:
45462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45463
Key:

Data

{'content': 'glorify'}