Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
κατάγλυφος
καταγλύφω
View word page
καταγίγνομαι
to abide, dwell

ShortDef

to abide, dwell

Debugging

Headword:
καταγίγνομαι
Headword (normalized):
καταγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταγιγνομαι
IDX:
45459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45460
Key:

Data

{'content': 'to abide, dwell'}