Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμετάπταιστος
ἀμεταπτωσία
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμεταστρεπτί
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμετατροπία
ἀμεταφόρητος
ἀμετάφραστος
ἀμεταχείριστος
ἀμέτοιστος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρί
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
View word page
ἀμεταχείριστος
not hanselled, new

ShortDef

not hanselled, new

Debugging

Headword:
ἀμεταχείριστος
Headword (normalized):
ἀμεταχείριστος
Headword (normalized/stripped):
αμεταχειριστος
IDX:
4545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4546
Key:

Data

{'content': 'not hanselled, new'}