Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
καταγλυφή
View word page
καταγηρασμός
old age

ShortDef

old age

Debugging

Headword:
καταγηρασμός
Headword (normalized):
καταγηρασμός
Headword (normalized/stripped):
καταγηρασμος
IDX:
45457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45458
Key:

Data

{'content': 'old age'}