Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
κατάγλυμμα
View word page
καταγηράσκω
to grow old

ShortDef

to grow old

Debugging

Headword:
καταγηράσκω
Headword (normalized):
καταγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
καταγηρασκω
IDX:
45456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45457
Key:

Data

{'content': 'to grow old'}