Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκαίνω
View word page
καταγεώτης
grave-digger
ShortDef
grave-digger
Debugging
Headword:
καταγεώτης
Headword (normalized):
καταγεώτης
Headword (normalized/stripped):
καταγεωτης
IDX:
45455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45456
Key:
Data
{'content': 'grave-digger'}