Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
View word page
καταγεωργέω
bring into tillage

ShortDef

bring into tillage

Debugging

Headword:
καταγεωργέω
Headword (normalized):
καταγεωργέω
Headword (normalized/stripped):
καταγεωργεω
IDX:
45454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45455
Key:

Data

{'content': 'bring into tillage'}