Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγελάσιμος
καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
καταγλαΐζω
καταγλισχραίνω
View word page
καταγεωμετρέω
geometrize, turn into geometry
ShortDef
geometrize, turn into geometry
Debugging
Headword:
καταγεωμετρέω
Headword (normalized):
καταγεωμετρέω
Headword (normalized/stripped):
καταγεωμετρεω
IDX:
45453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45454
Key:
Data
{'content': 'geometrize, turn into geometry'}