Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάγειος
Καταγέλα
καταγελάσιμος
καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
καταγιγνώσκω
καταγινέω
View word page
καταγέμω
to be full of
ShortDef
to be full of
Debugging
Headword:
καταγέμω
Headword (normalized):
καταγέμω
Headword (normalized/stripped):
καταγεμω
IDX:
45451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45452
Key:
Data
{'content': 'to be full of'}