Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγγίζω
καταγγισμός
κατάγειος
Καταγέλα
καταγελάσιμος
καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
View word page
κατάγελως
mockery, derision, ridicule

ShortDef

mockery, derision, ridicule

Debugging

Headword:
κατάγελως
Headword (normalized):
κατάγελως
Headword (normalized/stripped):
καταγελως
IDX:
45449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45450
Key:

Data

{'content': 'mockery, derision, ridicule'}