Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγγελτικός
κατάγγελτος
καταγγίζω
καταγγισμός
κατάγειος
Καταγέλα
καταγελάσιμος
καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
καταγηράσκω
καταγηρασμός
View word page
καταγελάω
to laugh at, jeer

ShortDef

to laugh at, jeer

Debugging

Headword:
καταγελάω
Headword (normalized):
καταγελάω
Headword (normalized/stripped):
καταγελαω
IDX:
45447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45448
Key:

Data

{'content': 'to laugh at, jeer'}