Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάγγελσις
καταγγέλτης
καταγγελτικός
κατάγγελτος
καταγγίζω
καταγγισμός
κατάγειος
Καταγέλα
καταγελάσιμος
καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
καταγεωργέω
καταγεώτης
View word page
καταγελαστικός
satirical
ShortDef
satirical
Debugging
Headword:
καταγελαστικός
Headword (normalized):
καταγελαστικός
Headword (normalized/stripped):
καταγελαστικος
IDX:
45445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45446
Key:
Data
{'content': 'satirical'}