Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελσις
καταγγέλτης
καταγγελτικός
κατάγγελτος
καταγγίζω
καταγγισμός
κατάγειος
Καταγέλα
καταγελάσιμος
καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
καταγεμίζω
καταγέμω
καταγεύομαι
καταγεωμετρέω
View word page
καταγελάσιμος
ridiculous

ShortDef

ridiculous

Debugging

Headword:
καταγελάσιμος
Headword (normalized):
καταγελάσιμος
Headword (normalized/stripped):
καταγελασιμος
IDX:
45443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45444
Key:

Data

{'content': 'ridiculous'}