Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγαπάω
κατάγαστρον
κατάγαστρος
καταγγειόομαι
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελσις
καταγγέλτης
καταγγελτικός
κατάγγελτος
καταγγίζω
καταγγισμός
κατάγειος
Καταγέλα
καταγελάσιμος
καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελος
κατάγελως
View word page
καταγγίζω
put into a vessel, bottle
ShortDef
put into a vessel, bottle
Debugging
Headword:
καταγγίζω
Headword (normalized):
καταγγίζω
Headword (normalized/stripped):
καταγγιζω
IDX:
45439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45440
Key:
Data
{'content': 'put into a vessel, bottle'}