Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
κατάβρωσις
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
καταγαΐδιοι
καταγαπάω
κατάγαστρον
κατάγαστρος
καταγγειόομαι
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελσις
καταγγέλτης
καταγγελτικός
View word page
καταβυσσόω
bury

ShortDef

bury

Debugging

Headword:
καταβυσσόω
Headword (normalized):
καταβυσσόω
Headword (normalized/stripped):
καταβυσσοω
IDX:
45427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45428
Key:

Data

{'content': 'bury'}