Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
κατάβρωσις
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
καταγαΐδιοι
καταγαπάω
κατάγαστρον
κατάγαστρος
καταγγειόομαι
καταγγελία
καταγγέλλω
κατάγγελσις
καταγγέλτης
View word page
καταβυρσόω
to cover quite with hides
ShortDef
to cover quite with hides
Debugging
Headword:
καταβυρσόω
Headword (normalized):
καταβυρσόω
Headword (normalized/stripped):
καταβυρσοω
IDX:
45426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45427
Key:
Data
{'content': 'to cover quite with hides'}