Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
κατάβρωσις
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
καταγαΐδιοι
καταγαπάω
κατάγαστρον
κατάγαστρος
καταγγειόομαι
View word page
κατάβρωμα
that which is eaten, food

ShortDef

that which is eaten, food

Debugging

Headword:
κατάβρωμα
Headword (normalized):
κατάβρωμα
Headword (normalized/stripped):
καταβρωμα
IDX:
45422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45423
Key:

Data

{'content': 'that which is eaten, food'}