Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
κατάβρωσις
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
καταγαΐδιοι
καταγαπάω
κατάγαστρον
κατάγαστρος
View word page
καταβρύω
to be overgrown

ShortDef

to be overgrown

Debugging

Headword:
καταβρύω
Headword (normalized):
καταβρύω
Headword (normalized/stripped):
καταβρυω
IDX:
45421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45422
Key:

Data

{'content': 'to be overgrown'}