Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
κατάβρωσις
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
καταγαΐδιοι
καταγαπάω
κατάγαστρον
View word page
καταβρύκω
to bite in pieces, eat up
ShortDef
to bite in pieces, eat up
Debugging
Headword:
καταβρύκω
Headword (normalized):
καταβρύκω
Headword (normalized/stripped):
καταβρυκω
IDX:
45420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45421
Key:
Data
{'content': 'to bite in pieces, eat up'}