Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
κατάβρωσις
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
καταγαΐδιοι
View word page
κατάβροχος
inundated
ShortDef
inundated
Debugging
Headword:
κατάβροχος
Headword (normalized):
κατάβροχος
Headword (normalized/stripped):
καταβροχος
IDX:
45418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45419
Key:
Data
{'content': 'inundated'}