Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
κατάβρωσις
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
καταβυσσόω
View word page
καταβροχίζω
tie up, ligature

ShortDef

tie up, ligature

Debugging

Headword:
καταβροχίζω
Headword (normalized):
καταβροχίζω
Headword (normalized/stripped):
καταβροχιζω
IDX:
45417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45418
Key:

Data

{'content': 'tie up, ligature'}