Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
κατάβρωσις
καταβυθίζω
καταβυθισμός
καταβυρσόω
View word page
καταβροχθίζω
to gulp down

ShortDef

to gulp down

Debugging

Headword:
καταβροχθίζω
Headword (normalized):
καταβροχθίζω
Headword (normalized/stripped):
καταβροχθιζω
IDX:
45416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45417
Key:

Data

{'content': 'to gulp down'}