Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
κατάβρωσις
καταβυθίζω
καταβυθισμός
View word page
καταβροχή
soaking, steeping

ShortDef

soaking, steeping

Debugging

Headword:
καταβροχή
Headword (normalized):
καταβροχή
Headword (normalized/stripped):
καταβροχη
IDX:
45415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45416
Key:

Data

{'content': 'soaking, steeping'}