Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
κατάβρωσις
View word page
καταβροντάω
to thunder down

ShortDef

to thunder down

Debugging

Headword:
καταβροντάω
Headword (normalized):
καταβροντάω
Headword (normalized/stripped):
καταβρονταω
IDX:
45413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45414
Key:

Data

{'content': 'to thunder down'}