Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
κατάβρωμα
View word page
καταβρίθω
to be heavily laden

ShortDef

to be heavily laden

Debugging

Headword:
καταβρίθω
Headword (normalized):
καταβρίθω
Headword (normalized/stripped):
καταβριθω
IDX:
45412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45413
Key:

Data

{'content': 'to be heavily laden'}