Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
καταβρόχω
καταβρύκω
καταβρύω
View word page
καταβρίζω
fall asleep

ShortDef

fall asleep

Debugging

Headword:
καταβρίζω
Headword (normalized):
καταβρίζω
Headword (normalized/stripped):
καταβριζω
IDX:
45411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45412
Key:

Data

{'content': 'fall asleep'}