Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
κατάβροχος
View word page
καταβρεκτέον
one must drench

ShortDef

one must drench

Debugging

Headword:
καταβρεκτέον
Headword (normalized):
καταβρεκτέον
Headword (normalized/stripped):
καταβρεκτεον
IDX:
45408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45409
Key:

Data

{'content': 'one must drench'}