Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
καταβροχίζω
View word page
καταβραδύνω
retard
ShortDef
retard
Debugging
Headword:
καταβραδύνω
Headword (normalized):
καταβραδύνω
Headword (normalized/stripped):
καταβραδυνω
IDX:
45407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45408
Key:
Data
{'content': 'retard'}