Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
καταβροντάω
καταβρόξειε
καταβροχή
καταβροχθίζω
View word page
καταβραβεύω
to give judgment against

ShortDef

to give judgment against

Debugging

Headword:
καταβραβεύω
Headword (normalized):
καταβραβεύω
Headword (normalized/stripped):
καταβραβευω
IDX:
45406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45407
Key:

Data

{'content': 'to give judgment against'}