Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
καταβρίθω
View word page
καταβόσκησις
feeding down

ShortDef

feeding down

Debugging

Headword:
καταβόσκησις
Headword (normalized):
καταβόσκησις
Headword (normalized/stripped):
καταβοσκησις
IDX:
45402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45403
Key:

Data

{'content': 'feeding down'}