Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
καταβρίζω
View word page
κατάβορρος
sheltered from the north

ShortDef

sheltered from the north

Debugging

Headword:
κατάβορρος
Headword (normalized):
κατάβορρος
Headword (normalized/stripped):
καταβορρος
IDX:
45401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45402
Key:

Data

{'content': 'sheltered from the north'}