Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
καταβρέχω
View word page
καταβορβόρωσις
wallowing in mud

ShortDef

wallowing in mud

Debugging

Headword:
καταβορβόρωσις
Headword (normalized):
καταβορβόρωσις
Headword (normalized/stripped):
καταβορβορωσις
IDX:
45400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45401
Key:

Data

{'content': 'wallowing in mud'}