Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
κατάβρεξις
View word page
καταβομβέω
to be deafened

ShortDef

to be deafened

Debugging

Headword:
καταβομβέω
Headword (normalized):
καταβομβέω
Headword (normalized/stripped):
καταβομβεω
IDX:
45399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45400
Key:

Data

{'content': 'to be deafened'}