Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
καταβραδύνω
καταβρεκτέον
View word page
κατάβολος
stewpond, oyster-bank

ShortDef

stewpond, oyster-bank

Debugging

Headword:
κατάβολος
Headword (normalized):
κατάβολος
Headword (normalized/stripped):
καταβολος
IDX:
45398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45399
Key:

Data

{'content': 'stewpond, oyster-bank'}