Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβουκολέω
καταβραβεύω
View word page
καταβολή
a throwing

ShortDef

a throwing

Debugging

Headword:
καταβολή
Headword (normalized):
καταβολή
Headword (normalized/stripped):
καταβολη
IDX:
45396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45397
Key:

Data

{'content': 'a throwing'}