Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
καταβόσκησις
καταβόσκω
View word page
καταβολά
earnest money, earnest

ShortDef

earnest money, earnest

Debugging

Headword:
καταβολά
Headword (normalized):
καταβολά
Headword (normalized/stripped):
καταβολα
IDX:
45393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45394
Key:

Data

{'content': 'earnest money, earnest'}